- σεσοφισμένως
- σεσοφισμένως, Adv.A cunningly, X.Cyn.13.5.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σεσοφισμένως — cunningly indeclform (adverb) σοφίζομαι make wise perf part mp masc acc pl (doric) σοφίζω make wise perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σεσοφισμένως — Α επίρρ. με εξυπνάδα, με επιδεξιότητα («ἴσως οὖν τοῑς μὲν ὀνόμασιν οὐ σεσοφισμένως λέγω», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. σεσοφισμένος τού σοφίζομαι] … Dictionary of Greek